20 Δεκεμβρίου 2012

Ήρθε η ώρα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος;

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012).

Η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει φέρει στην επιφάνεια κάτι που γνωρίζαμε εδώ και πολύ καιρό (αλλά δεν κάναμε τίποτε για αυτό): ότι δηλαδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας όπως είναι σήμερα – και παρόλο που μας κοστίζει ακριβά - δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί η κρίση.

Τα κενά προστασίας είναι πολλά. Η επιδότηση ανεργίας είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕλΣτατ, ο αριθμός των ανέργων τον Σεπτέμβριο 2012 ήταν 1 εκατομμύριο 265 χιλιάδες. Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, ο αριθμός όσων ελάμβαναν τον ίδιο μήνα τακτικό επίδομα ανεργίας (το κύριο εργαλείο εισοδηματικής στήριξης που διαθέτουμε), δεν ξεπερνούσε τα 186 χιλιάδες άτομα (λιγότερο από 15% του συνόλου των ανέργων). Πολλοί από τους υπόλοιπους βρίσκονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη μας («Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης», μαζί με τη Χρύσα Λεβέντη και την Ελένη Καναβιτσά), σχεδόν 40% των ανέργων σήμερα βρίσκονται κάτω από το όριο σχετικής φτώχειας, ενώ περίπου 20% των ανέργων βρίσκονται κάτω και από το όριο ακραίας φτώχειας.

Αυτό είναι το νέο κοινωνικό ζήτημα της εποχής μας. Και με βάση το πώς το αντιμετωπίζουμε θα κριθούμε τελικά όλοι: ιδίως (αλλά όχι μόνο) όσες πολιτικές δυνάμεις έχουν αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, και ιδίως όσες ανήκουν στην Αριστερά. Μάλιστα, από «τεχνική» άποψη, το πώς αντιμετωπίζουμε το κοινωνικό ζήτημα είναι αρκετά προφανές: η κάλυψη των κενών προστασίας απαιτεί πύκνωση των κοινωνικών επιδομάτων και αναδιοργάνωση των κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και τη θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (όπως σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Το πρόβλημα είναι πολιτικό – και οφείλεται στο ότι μέχρι τώρα τα κόμματα, τα συνδικάτα (αλλά επίσης τα μέσα ενημέρωσης και η κοινή γνώμη) έχουν επιδείξει για τα ζητήματα αυτά ένα συνδυασμό άγνοιας, δυσπιστίας και χαμηλού ενδιαφέροντος.

Κατά παράδοξο τρόπο, το πρόβλημα της ενίσχυσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας ήρθε στο προσκήνιο στο πλαίσιο της συζήτησης για το «νέο Μνημόνιο». Πράγματι, το πακέτο δημοσιονομικών μέτρων για τη διετία 2013-2014, εκτός από τις αυξήσεις φόρων και τις περικοπές δαπανών (μισθών, συντάξεων και επιδομάτων), περιέχει και δύο μέτρα στήριξης των ασθενέστερων. Το πρώτο μέτρο είναι η θεσμοθέτηση ενός ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων (το οποιο θα καταβάλλεται με εισοδηματικά κριτήρια). Το δεύτερο μέτρο είναι η πιλοτική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε δύο περιοχές της χώρας το 2014. Η πίστωση που έχει προβλεφθεί για την υλοποίηση της πιλοτικής εφαρμογής θα είναι €20 εκατ. Η τελική απόφαση για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε όλη την επικράτεια θα ληφθεί μετά από την αξιολόγηση της πιλοτικής εφαρμογής. Πρόκειται για μοναδική ευκαιρία εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας στην Ελλάδα της κρίσης. Για να μην χαθεί αυτή η ευκαιρία, η πιλοτική εφαρμογή θα πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά και να υλοποιηθεί με διαφάνεια, επαγγελματισμό και προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον.

Στη διευκρίνηση ορισμένων πλευρών του ζητήματος ελπίζουμε ότι συμβάλλει άλλη πρόσφατη εργασία μας («Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: δημοσιονομικές και διανεμητικές επιδράσεις», μαζί με τη Χρύσα Λεβέντη). Η εργασία προσομοιώνει δυο σενάρια ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ελλάδα για να εκτιμήσει (α) πόσο θα κόστιζε ένα τέτοιο πρόγραμμα, (β) πόσοι δικαιούχοι θα συμμετείχαν στο πρόγραμμα, και (γ) πόσο θα συνέβαλε στη μείωση των δεικτών φτώχειας.

Τα δύο σενάρια έχουν ως εξής: Το «βασικό» σενάριο συνδέει το εγγυημένο ποσό με το τακτικό επίδομα ανεργίας (360 ευρώ το μήνα για ένα άτομο που ζει μόνο, 972 ευρώ το μήνα για ζευγάρι με δύο παιδιά), ενώ το «εναλλακτικό» σενάριο με το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας (200 ευρώ το μήνα για ένα άτομο, 540 ευρώ το μήνα για ζευγάρι με δύο παιδιά). Και τα δύο σενάρια προβλέπουν προσαύξηση του εγγυημένου ποσού για όσα νοικοκυριά βαρύνονται με έξοδα ενοικίου ή στεγαστικού δανείου (κατά τα ποσά του επιδόματος ενοικίου ΟΕΚ: 125 ευρώ το μήνα για ένα άτομο συν 25 ευρώ το μήνα για κάθε πρόσθετο μέλος νοικοκυριού). Το ποσό της εισοδηματικής ενίσχυσης που καταβάλλεται στους δικαιούχους προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στο εισόδημα αναφοράς που διαθέτουν και στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που αντιστοιχεί στο νοικοκυριό στο οποίο ανήκουν.

Εκτιμάμε ότι η γενικευμένη εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος όπως στο "βασικό" μας σενάριο θα εξάλειφε σχεδόν ολοκληρωτικά την ακραία φτώχεια, έναντι όμως αξιόλογου καθαρού κόστους (πάνω από 1% του ΑΕΠ). Σε μια πιο οικονομική εκδοχή (όπως στο "εναλλακτικό" μας σενάριο), θα κόστιζε 0,35% του ΑΕΠ (κάτω από 2% της συνολικής κοινωνικής δαπάνης), αλλά θα είχε ασθενέστερη επίδραση στους δείκτες φτώχειας. Το καθαρό κόστος του προγράμματος (το οποίο προκύπτει αφού αφαιρεθεί το ποσό που καλύπτεται από άλλα κοινωνικά επιδόματα τα οποία προβλέπεται να θεσμοθετηθούν ή έχουν ήδη θεσμοθετηθεί) θα είναι χαμηλότερο.

Ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια για την ορθή στόχευση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (αλλά και κάθε κοινωνικής παροχής που χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια) είναι ο κίνδυνος το δηλωθέν εισόδημα των αιτούντων να εμφανίζεται χαμηλό όχι λόγω πραγματικής ανάγκης, αλλά λόγω φοροδιαφυγής. Συνεπώς, απαιτείται η επεξεργασία εναλλακτικών μεθόδων εξακρίβωσης του εισοδήματος των αιτούντων (π.χ. μέσω τεκμηρίων) στη φάση της προετοιμασίας, και η αξιολόγησή τους στη φάση της πιλοτικής εφαρμογής. Το πρόβλημα των αδήλωτων εισοδημάτων της παραοικονομίας μπορεί συμπληρωματικά να αντιμετωπιστεί με την υποχρέωση των δικαιούχων να είναι διαθέσιμοι για εργασία και να συμμετέχουν σε προγράμματα επανένταξης (επί ποινή αποκλεισμού). Πολλά τέτοια προγράμματα (με Ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση) υφίστανται ήδη. Συχνά, αρκεί ο καλύτερος συντονισμός μεταξύ του φορέα υλοποίησης του ελαχίστου εισοδήματος και των κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και η κατά προτεραιότητα ένταξη των δικαιούχων ελαχίστου εισοδήματος στα προγράμματα επανένταξης. Εξ άλλου, ο στόχος ενός προγράμματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι να δοθεί στους δικαιούχους μια ευκαιρία να ξεφύγουν από την ακραία φτώχεια με τις δικές τους δυνάμεις, όχι απλώς να τους χορηγηθεί ένα μικρό βοήθημα.

Τα εμπόδια είναι πολλά. Όμως, όπως έχει δείξει η εμπειρία άλλων χωρών (και μάλιστα με παρόμοια χαρακτηριστικά), η προσήλωση στο στόχο και η σοβαρότητα στην προσπάθεια είναι ικανές να υπερνικήσουν ακόμη και τα δυσκολότερα εμπόδια – και μάλιστα με μέτριο κόστος.

9 Δεκεμβρίου 2012

Όταν μιλούν οι αριθμοί ...

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας «Έθνος» με θέμα «Αναζητώντας άλλη ρότα: ιδέες και προτάσεις για να κλείσει η πληγή της φοροδιαφυγής» (Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012).

Οι τοξικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής θα έπρεπε να είναι γνωστές. Όπως έλεγε ο πρόεδρος Ρούζβελτ, «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας». Γι' αυτό, οι «τζαμπατζήδες» που απολαμβάνουν δημόσιες υπηρεσίες χωρίς να συνεισφέρουν στο κόστος τους θα πρέπει να διώκονται, αφού υποσκάπτουν τα θεμέλια της ειρηνικής συμβίωσης όλων σε μια τέτοια κοινωνία.

Συχνά, όμως, στη δημόσια συζήτηση υπονοείται (και, σπανίως, λέγεται ρητά) ότι η φοροδιαφυγή έχει τουλάχιστον ένα θετικό: βοηθά τους φτωχούς να τα βγάλουν πέρα, πράγμα δύσκολο ή αδύνατο εάν επρόκειτο να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν.

Αυτό είναι το ερώτημα που προσπαθούμε να απαντήσουμε σε πρόσφατη εργασία μας με τη Χρύσα Λεβέντη(«Διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα»). Συγκεκριμένα, εκτιμάμε την έκταση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα ανά εισοδηματική ομάδα, καθώς και τις επιπτώσεις της στην κατανομή εισοδήματος.

Αξιοποιούμε τα διαθέσιμα στοιχεία για τα δηλωθέντα εισοδήματα, τα οποία προέρχονται από δύο βάσεις δεδομένων: ένα μεγάλο δείγμα φορολογικών δηλώσεων και τη στατιστική έρευνα EU-SILC. Η απόκρυψη εισοδήματος σε μια φορολογική δήλωση αποφέρει χρηματικό όφελος, ενώ σε μια στατιστική έρευνα όχι. Συνεπώς, θεωρούμε ότι τα στοιχεία της δεύτερης είναι περισσότερο (αν και όχι εντελώς) αξιόπιστα.

Συγκρίνοντας τις δύο βάσεις δεδομένων διαπιστώνουμε ότι τα μέσα εισοδήματα από ελεύθερο επάγγελμα και εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και από γεωργικές επιχειρήσεις, εμφανίζονται πολύ χαμηλότερα στο δείγμα φορολογικών δηλώσεων από ό,τι στην έρευνα EU-SILC (κατά 35% και 80% αντιστοίχως).

Επίσης, παρατηρούμε ότι η απόκλιση μεταξύ των δύο βάσεων δεδομένων είναι μεγαλύτερη στα δύο άκρα παρά στο μέσο της κατανομής: με άλλα λόγια, η απόκρυψη εισοδημάτων δείχνει μεγαλύτερη στα χαμηλά εισοδήματα από ό,τι στα μεσαία, και στα υψηλά εισοδήματα από ό,τι στα χαμηλά.

Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα φόρων-παροχών EUROMOD, υπολογίζουμε ότι η κανονική φορολόγηση των πραγματικών εισοδημάτων (δηλ. η πλήρης εξάλειψη της φοροδιαφυγής) θα αύξανε θεαματικά (κατά 33%) τα συνολικά έσοδα από τον φόρο εισοδήματος, θα μείωνε τις εισοδηματικές ανισότητες (κατά 3% έως 8%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται), ενώ επίσης θα βελτίωνε σημαντικά (κατά 29%) την αναδιανεμητική επίδοση του φορολογικού συστήματος.

Τα ευρήματά μας διαψεύδουν την πεποίθηση ότι η φοροδιαφυγή ωφελεί τους φτωχούς: στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο. Επιπλέον, η εργασία μας συνηγορεί υπέρ της ανάγκης για αυξημένη συμμετοχή των ελευθέρων επαγγελματιών και εμπόρων (καθώς και των αγροτών) στα φορολογικά βάρη, σύμφωνα βέβαια με το εισόδημά τους. Η δυσμενής, όμως, φορολογική μεταχείριση των κατηγοριών αυτών είναι ατελές υποκατάστατο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής: πλήττει περισσότερο τους συνεπείς φορολογούμενους από ό,τι εκείνους που φοροδιαφεύγουν - και συνεπώς αυξάνει αντί να μειώνει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή.