3 Μαρτίου 2016

Ανισότητες και μεταρρυθμίσεις

Συνυπογράφεται από τους Δημήτρη Σκάλκο, Γιώργο Σιακαντάρη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016).

Από την εποχή του γάλλου στοχαστή Αλέξις ντε Τοκβίλ έχουν επισημανθεί οι κοινωνικές επιπτώσεις των ανισοτήτων. Οι ανισότητες υπονομεύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ισότητα των συνθηκών που προάγει το αναγκαίο «δημόσιο πνεύμα». Σήμερα, γνωρίζουμε επιπρόσθετα την αρνητική συσχέτιση ανισοτήτων και οικονομικής ανάπτυξης- οι οικονομικές ανισότητες επιβραδύνουν τις επιδόσεις μιας οικονομίας, ενισχύουν την χρηματοπιστωτική αστάθεια, ενώ αδυνατίζουν την κοινωνική υποστήριξη σε πολιτικές φιλελευθεροποίησης του εξωτερικού εμπορίου. Οι ανισότητες όμως επιδρούν και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Έτσι, έχει παρατηρηθεί ότι η αυξημένη οικονομική και κοινωνική ανισότητα συσχετίζονται με αυξημένη δυσπιστία του κοινωνικού σώματος για τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές. 

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ακόμη και στις εποχές της απρόσκοπτης οικονομικής μεγέθυνσης ο εγχώριος δείκτης Gini (δείκτης που μετρά την ανισοκατανομή εισοδήματος) ήταν από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι καταγεγραμμένες ανισότητες δεν υπήρξαν αποτέλεσμα απορρύθμισης των αγορών της (αν και οι αγορές συχνά διευρύνουν τις ανισότητες), αλλά περισσότερο συνέπεια θεσμοθετημένων διακρίσεων που ευνοούσαν ένα πλήθος ομάδων και κοινωνικών κατηγοριών, οι οποίες λειτουργούσαν προσοδοθηρικά χάριν της αυξημένης διαπραγματευτικής ισχύος που απολάμβαναν στο πολιτικό παίγνιο.

Η σφοδρή οικονομική κρίση δεν διόρθωσε την κατάσταση. Αντίθετα, στη μακρά περίοδο της επώδυνης δημοσιονομικής προσαρμογής, ο επιμερισμός του κόστους στις διάφορες κοινωνικές ομάδες υπήρξε ανισοβαρής και κοινωνικά άδικος, αντανακλώντας τις προτεραιότητες του πελατειακού κράτους και την επικυριαρχία των ειδικών συμφερόντων. Οι «εντός των τειχών» κοινωνικές ομάδες προστατεύτηκαν συγκριτικά με τους υπολοίπους. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή συγκεκριμένων ομάδων διεύρυνε τις ανισότητες σε σχέση με όσους συνέχισαν σε δύσκολες συνθήκες να τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Και το αναποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας παγίωσε τις ανισότητες δημιουργώντας ένα νέο κοινωνικό ζήτημα.

Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος εφαρμογής των Μνημονίων τα προηγούμενα χρόνια παραβίαζε την (κατά τον Ρωλς θεμελιώδη για την ακριβοδικία) αρχή της διαφοράς, σύμφωνα με την οποία οι θεσμοί πρέπει να συναρθρώνονται κατά τρόπο που οι ανισότητες να λειτουργούν υπέρ των ασθενέστερων πολιτών. Αυτή η ανισοκατανομή των βαρών της προσαρμογής υποσκάπτει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς αλλά και ανάμεσά τους, αυξάνει την πολιτική αβεβαιότητα, ενθαρρύνει τον «πόλεμο φθοράς» ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και τελικά αποτρέπει την εφαρμογή των προωθούμενων αλλαγών.   

Η πρόσφατη εμπλοκή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αποτελεί ακόμη ένα  επιφαινόμενο των εμπεδωμένων κοινωνικών ανισοτήτων. Πίσω από τις δυναμικές και ταυτόχρονα υποκριτικές αντιδράσεις διαφόρων επαγγελματικών ομάδων κρύβεται περισσότερο η σπουδή τους να διατηρήσουν τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που απολάμβαναν μέχρι σήμερα (πχ. ορισμένες κατηγορίες αγροτών και ελεύθερων επαγγελματιών) παρά η δίκαιη κριτική ενός νομοσχεδίου που αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις προηγούμενες στρεβλώσεις μεταφέροντας το κόστος στις νεότερες γενιές ασφαλισμένων.

Τελικά και παρά την αμείλικτη πραγματικότητα των αριθμών, το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι στενά λογιστικό, αλλά κύρια πολιτικό ζήτημα. Αφορά στην ικανότητα του πολιτικού μας συστήματος να αποκαταστήσει την αρχή της αμοιβαιότητας στις σχέσεις των πολιτών, να οικοδομήσει τις απαιτούμενες κοινωνικές συναινέσεις για τις βέλτιστες μεταρρυθμίσεις και τελικά να θέσει τις βάσεις για την υπέρβαση του σημερινού αδιεξόδου. Άραγε ποιές πολιτικές δυνάμεις θα αρθρώσουν μεταρρυθμιστικό λόγο με άξονα τις υφιστάμενες ανισότητες;